Σε πτωτική τροχιά η εγχώρια αγορά οίνου σύμφωνα με την ICAP
Πτωτική πορεία καταγράφει η εγχώρια αγορά οίνου, όπως προκύπτει από την Κλαδική Μελέτη της ICAP Group, όπου παρατηρείται πως την τελευταία πενταετία ο μέσος όρος ετήσιας παραγωγής κρασιού υποχώρησε αισθητά (-20%) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη πενταετία.
Το ίδιο διάστημα, υποχώρηση -αν και μικρότερη- εμφάνισε και η εγχώρια κατανάλωση οίνου η οποία εμφάνισε μείωση κατά 6%, ενώ –σύμφωνα με τα στοιχεία- οι εξαγωγές οίνου καταγράφουν συνεχή υποχώρηση από το 2010 και μετά, πορεία που ανακόπηκε όμως το 2014, έτος κατά το οποίο σημειώθηκε αύξηση κατά 15,5% έναντι του 2013.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο κλάδος της οινοποιίας αποτελεί έναν παραδοσιακό κλάδο της πρωτογενούς παραγωγής με σημαντική συμβολή στην ελληνική οικονομία, δεδομένης και της συνεισφοράς του κλάδου στην ανάπτυξη και προώθηση των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού.
Ωστόσο, σημειώνεται ότι o οινοποιητικός κλάδος αποτελείται σε πολύ υψηλό βαθμό από παραγωγικές επιχειρήσεις, ενώ η εγχώρια παραγωγή είναι κατακερματισμένη σε μεγάλο πλήθος οινοποιητικών μονάδων.
Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι στην παρούσα φάση ο κλάδος της οινοποιίας στην Ελλάδα περιλαμβάνει λίγες οινοβιομηχανίες μεγάλου μεγέθους, πλήθος μεσαίων, αλλά και μικρών (τοπικών) οινοποιητικών επιχειρήσεων, καθώς και ενώσεων αγροτικών συνεταιρισμών. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι μεγάλες οινοβιομηχανίες ελέγχουν σημαντικά μερίδια της εγχώριας αγοράς εμφιαλωμένων κρασιών, καλύπτοντας μέσω εκτεταμένων δικτύων διανομής το σύνολο της χώρας. Οι εισαγωγές οίνου καλύπτουν πολύ μικρό μέρος της εγχώριας αγοράς, συνεπώς είναι περιορισμένος και ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση του οίνου είναι η τιμή του σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα, οι διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, η εποχικότητα, η εξέλιξη του εισερχόμενου τουρισμού, ορισμένες παραδόσεις κ.λπ. Ενδεχόμενες μεταβολές των τιμών δεν επηρεάζουν μόνο τη συνολική ζήτηση, αλλά προκαλούν και μετατόπιση των καταναλωτών σε φθηνότερα εμφιαλωμένα προϊόντα, ή και αντικατάσταση του εμφιαλωμένου από χύμα κρασί. Επίσης, η παρατεταμένη ύφεση οδήγησε στη μείωση της κατανάλωσης κρασιού και ποτών γενικότερα, σε χώρους ψυχαγωγίας / εστίασης.
Όπως φαίνεται και από την τελευταία Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ο μέσος όρος μηνιαίων δαπανών ανά νοικοκυριό για προϊόντα οινοποιίας (κρασί και αφρώδεις οίνοι) έφτασε τα 6,46 ευρώ το 2014, καλύπτοντας το 38% των συνολικών δαπανών για οινοπνευματώδη ποτά. Από την ίδια έρευνα εκτιμήθηκε και σε όρους ποσότητας η κατανάλωση των νοικοκυριών για τα προϊόντα του κλάδου. Η αποκτηθείσα μέση μηνιαία ποσότητα κρασιού ανά νοικοκυριό ανήλθε σε 1,45 λίτρα περίπου το 2014.
Η κ. Σταματίνα Παντελαίου, Director Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της ICAP Group αναφέρει σχετικά με την εξέλιξη της ελληνικής παραγωγής: «Η εγχώρια παραγωγή οίνου παρουσιάζει σημαντικές ετήσιες διακυμάνσεις δεδομένου ότι εξαρτάται άμεσα από απρόβλεπτους παράγοντες, όπως τις καιρικές συνθήκες, τις ασθένειες αμπελώνων κ.λπ. Πιο αντικειμενική επομένως θεωρείται η σύγκριση βάσει μ.ο. πενταετίας. Την τελευταία πενταετία ο μέσος όρος ετήσιας παραγωγής κρασιού υποχώρησε αισθητά (-20%) σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη πενταετία. Από τη συνολική παραγωγή, ποσοστό άνω του 60% αφορά κρασιά χωρίς συγκεκριμένη ένδειξη προέλευσης (ΠΟΠ, ΠΓΕ).
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα κρασιά εγχώριας παραγωγής καλύπτουν την αγορά σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που διαμορφώνει σε χαμηλά επίπεδα το βαθμό εισαγωγικής διείσδυσης, ο οποίος κυμαίνεται σε 6% περίπου τις τελευταίες περιόδους. Από την άλλη πλευρά, στο επίπεδο των εξαγωγών κρασιού, μετά το 2010 παρατηρείται συνεχής υποχώρηση, η οποία ανακόπηκε μόλις το 2014. Συγκεκριμένα, την οινική περίοδο 2013/14 σημειώθηκε αύξηση κατά 15,5% των εξαγωγών οίνου, ενώ η συνολική αξία των εξαγωγών έφθασε τα 63 εκατ. ευρώ περίπου. Οι μεγαλύτερες ποσότητες εξάγονται στη Γερμανία».
Όπως επισημαίνει η κ. Παντελαίου, η εγχώρια κατανάλωση οίνου εμφάνισε μικρές διακυμάνσεις σε ετήσια βάση τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση την περίοδο 2010/11 όπου η μεταβολή ήταν εντονότερη και επηρέασε σημαντικά το μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής της περιόδου. Συγκρίνοντας τους μέσους όρους των καταναλώσεων ανά πενταετία, την τελευταία πενταετία προκύπτει μείωση της κατανάλωσης οίνου κατά 6%. Τα εμφιαλωμένα κρασιά σε όρους ποσότητας εκτιμάται ότι καλύπτουν ποσοστό μεταξύ του 36%-40% στην παρούσα φάση.
Αναφορικά με το μέγεθος της εγχώριας αγοράς σε αξία, για το εμφιαλωμένο κρασί εκτιμάται ότι κάλυψε το 58% της αξίας και το υπόλοιπο 42% αφορά το χύμα κρασί. Όσον αφορά την κατηγοριοποίηση του οίνου, το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν τα κρασιά που ανήκουν στην κατηγορία «Χωρίς ένδειξη ΠΟΠ/ΠΓΕ» (63%), ενώ με βάση το χρώμα, εκτιμάται ότι τα λευκά κρασιά υπερτερούν με μερίδιο 68%-70%.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εκτάσεις των αμπελώνων εκτιμώνται σε επίπεδα της τάξης των 7.573 χιλιάδων εκταρίων για το 2014, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να κατέχει μερίδιο περίπου 42%. Κορυφαία χώρα στη διεθνή κατάταξη είναι η Ισπανία. Όσον αφορά την παγκόσμια παραγωγή οίνου, ο μέσος όρος της την 5ετία 2010-2014 διαμορφώθηκε σε 270,4 εκατ. HL (εκατόλιτρα). Η Ε.Ε. κυριαρχεί στην παγκόσμια παραγωγή με μερίδιο 58%.
Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων οινοποιίας βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Από την ανάλυση αυτή αξίζει να τονισθεί η αισθητή βελτίωση (2,6 ποσοστιαίες μονάδες) του μέσου περιθωρίου μικτού κέρδους το 2014/13, δείκτης που ανήλθε σε επίπεδα της τάξης του 27%.
Επιπλέον, συγκροτήθηκε και ομαδοποιημένος ισολογισμός, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 45 παραγωγικών επιχειρήσεων, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2013 και 2014 κατά την εκπόνηση της μελέτης. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού του δείγματος παρέμεινε σταθερό. Οι συνολικές πωλήσεις των 45 επιχειρήσεων του δείγματος εμφάνισαν μόνο οριακή μεταβολή (0,5%) το 2014/13. Ωστόσο, η συγκράτηση του κόστους είχε σαν αποτέλεσμα την αισθητή αύξηση (8,7%) των μικτών κερδών. Τα λειτουργικά αποτελέσματα παρέμειναν αρνητικά, όμως οι λειτουργικές «ζημίες» συρρικνώθηκαν. Το τελικό καθαρό αποτέλεσμα επίσης παρέμεινε ζημιογόνο την τελευταία διετία, ωστόσο οι ζημιές κατέγραψαν πτώση ποσοστού 59% περίπου. Η έντονη βελτίωση (κατά 27,3%) σε επίπεδο κερδών EBITDA το τελευταίο έτος, αποτελεί σαφώς θετικό στοιχείο.