Μπορεί η κλιματική αλλαγή να αλλάξει την ταυτότητα του ελληνικού κρασιού;
Οι προκλήσεις, οι κίνδυνοι, αλλά και οι αντοχές των ελληνικών ποικιλιών.
Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο ούτε τον τομέα της οινοπαραγωγής, με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν το κρασί και κατ’ επέκταση οι επαγγελματίες του κλάδου να είναι μεγάλες τόσο σε εγχώριο όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπερθέρμανση του πλανήτη, αργοπορημένοι παγετοί την άνοιξη, έντονα και επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, το χαλάζι κ.α απειλούν την ετήσια παραγωγή και τη βιωσιμότητα των καλλιεργητών.
Μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Reviews Earth & Environment, αποκαλύπτει ότι μια αύξηση άνω των 2 βαθμών Κελσίου στην παγκόσμια θερμοκρασία του πλανήτη θα μπορούσε να καταστήσει μη βιώσιμες 9 στις 10 καλλιέργειες παράκτιων περιοχών όπως της Ισπανίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και της νότιας Καλιφόρνιας. «Στις περισσότερες από τις αμπελοοινικές περιοχές του κόσμου, η συγκομιδή έχει επιταχυνθεί μεταξύ δύο και τριών εβδομάδων τα τελευταία χρόνια, και αυτό αλλάζει την απόδοση των σταφυλιών, τη σύνθεσή τους στη συγκομιδή και την τελική ποιότητα του κρασιού» αναφέρουν μεταξύ άλλων οι συγγραφείς της μελέτης.
«Η κλιματική αλλαγή και γενικότερα τα ακραία φαινόμενα μπορούν να προκαλέσουν καταστροφές στα αμπέλια, να μειώσουν ή και να καταστρέψουν την παραγωγή» αναφέρει στην parallaxi η καταξιωμένη χημικός και οινολόγος, Μαρία Νέτσικα. Ο βιολογικός κύκλος των αμπελιών τροποποιείται και τα σταφύλια οδηγούνται σε πιο γρήγορη ωρίμανση. UnmuteRemaining Time -0:00 Fullscreen «Αυτό δεν είναι πάντα αρνητικό. Για παράδειγμα στο Αμύνταιο, τη Μαντινεία, την Ήπειρο όπου το Σεπτέμβριο γίνεται ο τρύγος, οι βροχές ίσως και να έχουν θετικά αποτελέσματα» εξηγεί η κα Νέτσικα και προσθέτει: «Αλλά και σε κλασικές περιοχές όπως τα νησιά Αιγαίου και η Χαλκιδική οι οινοποιοί μπορούν να αντιμετωπίσουν τη ξηρασία για παράδειγμα, με ελεγχόμενη άρδευση».
Κινδυνεύει το ελληνικό κρασί;
«Η ερημοποίηση των αμπελώνων είναι ένα ακραίο σενάριο για την Ελλάδα. Ωστόσο, δε σημαίνει ότι μπορεί οι επαγγελματίες να έρθουν αντιμέτωποι με δύσκολες συνθήκες. Αλλά εκεί μπορούν να προσαρμόσουν τις τεχνικές τους στην καλλιέργεια όπως για παράδειγμα το πώς στήνουν τα αμπέλια, τις αποστάσεις που πρέπει να έχουν ή όσον αφορά τα κλαδέματα να γίνονται διαφορετικά ώστε να μείνουν λίγα περισσότερα φύλλα για να παρέχουν προστασία από τη ζέστη» σημειώνει η κα Νέτσικα. «Δυνατό χαρτί της Ελλάδας απέναντι στην κλιματική αλλαγή αποτελεί η ορεινή της τοπογραφία. Ήδη σε ζεστές περιοχές όπως η ΠΓΕ Δράμα (PGI Drama), όπου με την κλιματική αλλαγή το αλκοόλ των κρασιών «εκτοξεύεται» σε πολύ υψηλά επίπεδα χωρίς υποχρεωτικά να προλαβαίνει να επέλθει η φαινολική ωριμότητα των κρασιών, οι παραγωγοί έχουν αρχίζει να μετατοπίζουν τις καλλιέργειές τους σε πιο ορεινά κομμάτια. Έτσι κάποιος μπορεί να βρει πλέον αμπελώνες φυτεμένους στα 900 μέτρα υψόμετρο» διαβάζουμε στην εξιδεικευμένη ιστοσελίδα winesofgreece.org. Μέσα σε αυτό το κλίμα δεν αποκλείεται να δούμε νέους αμπελώνες οι οποίοι να κάνουν «στροφή» σε πιο ανθεκτικές ποικιλίες στη ξηρασία.
«Οι ποικιλίες μας αντέχουν στην αύξηση της θερμοκρασίας, δεν δείχνουν να είναι τόσο ευαίσθητες όπως οι γαλλικές ή οι ιταλικές» υπογραμμίζει η κα Νέτσικα. Το ζήτημα πάντως για τις προκλήσεις που μπορεί να φέρει στην παραγωγή του κρασιού η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι νέο και έχει ανοίξει εδώ και αρκετά χρόνια παγκοσμίως. Όπως σημειώνουν οι ειδικοί δεν αποκλείεται να δούμε μια «μετακίνηση» ποικιλιών και πιο βόρεια σε άλλες περιοχές που έχουν αεράκι και χωρίς απαραίτητα να βρίσκονται σε μεγάλο υψόμετρο. Οι ερευνητές τονίζουν ότι ο βαθμός αυτών των αλλαγών στην καταλληλόλητα των περιοχών θα εξαρτηθεί από το επίπεδο της αύξησης της θερμοκρασίας. Οι συγγραφείς της έρευνας, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Reviews Earth & Environment, τονίζουν ότι η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας θα φέρει μαζί της νέα παράσιτα και ασθένειες για το αμπέλι και ένα αυξανόμενο κύμα ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως κύματα καύσωνα, καταρρακτώδεις βροχές και, πιθανώς, χαλάζι.
Αλλάζει το προφίλ του κρασιού
Τα όσα συμβαίνουν όμως με την κλιματική αλλαγή δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε αλλαγές όσον αφορά την τελική γεύση του κρασιού. «Επειδή το σταφύλι ωριμάζει πιο γρήγορα ενδεχομένως να αυξηθεί αυτό που ονομάζουμε αλκοολικός τίτλος. Ή για παράδειγμα να μειωθεί η οξύτητά του. Μπορεί να αλλάξει το προφίλ του κρασιού ως προς τα αρώματά του, για παράδειγμα στις ορεινές περιοχές βγάζει μια πιο φρεσκάδα ενώ στις πιο θερμικές περιοχές είναι πιο πυκνού ώριμου φρούτου. Όσα φέρνει η κλιματική κρίση μπορεί να έχουν αντίκτυπο στα Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης, εκεί όπου τα κρασιά έχουν ένα συγκεκριμένο προφίλ» σημειώνει και η κα Νέτσικα.
Ιταλία: Διπλό «χτύπημα» στους αμπελώνες το 2023
Η Assovini Sicilia, η ένωση οινοποιών της Σικελίας, στην έκθεσή της που δημοσίευσε για τη συγκομιδή του 2023, αναφέρεται στο διπλό χτύπημα που δέχθηκαν οι αμπελώνες τους το 2023. Οι έντονες βροχοπτώσεις τον Μάιο και τον Ιούνιο οδήγησαν σε έξαρση του περονόσπορου που έπληξε τις καλλιέργειες. Ακολούθησε η υπερβολική ζέστη τον Ιούλιο που έθεσε σε κίνδυνο την υγεία και την ποιότητα των σταφυλιών.
Γαλλία: Ο πύρινος εφιάλτης του 2022
Το 2023 η Γαλλία βρισκόταν σε φάση ανάκαμψης από την καταστροφή του 2022, όταν τα κύματα καύσωνα οδήγησαν σε πολυάριθμες πυρκαγιές που έπληξαν αρκετές οινοπαραγωγικές περιοχές. Παρά την εκτεταμένη περίοδο ξηρασίας την περασμένη χρονιά, οι περισσότερες περιοχές στη Γαλλία δεν ανέφεραν άλλα προβλήματα με τα σταφύλια τους.
Κατακόρυφη πτώση της ελληνικής οινοπαραγωγής 2023/2024
Στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών καταγράφηκε ο όγκος της παραγωγής κρασιού στη χώρα μας, η οποία σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση του αρμόδιου τμήματος του ΥπΑΑΤ, για την τρέχουσα αμπελοοινική περίοδο 2023/24, έφτασε στα 1.379.433 hl. Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, η οριστική και βασισμένη στις δηλώσεις παραγωγής των οινοποιείων και των μεταποιητών, η παραγωγή κρασιού εμφανίζεται μειωμένη κατά 35,14% το 2023/24 σε σύγκριση με την παραγωγή 2022/2023 (2.126.844 hl), ενώ η πρόβλεψη οινοπαραγωγής, που κατατέθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2023 (1.598.344 hl), εμφάνιζε και αυτή ιδιαίτερα σημαντική πτώση, της τάξης του 24,8%, γεγονός που συνάδει με τις εκτιμήσεις των ΔΑΟΚ. Μειωμένη επίσης κατά 40,2% εμφανίζεται η ελληνική οινοπαραγωγή σε σύγκριση με το μέσο όρο της προηγούμενης 5ετίας.
Η κατακόρυφη πτώση της οινοπαραγωγής, οφείλεται κυρίως στα ακραία καιρικά φαινόμενα που επέδρασαν την περασμένη άνοιξη και το καλοκαίρι (συνεχείς βροχοπτώσεις, διαδοχικοί καύσωνες Ιουλίου) και στις ασθένειες (περονόσπορος) και τις ζημιές που προηγήθηκαν εξαιτίας τους. Παρατηρώντας τα στοιχεία οινοπαραγωγής της τελευταίας δεκαετίας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ελληνική οινοπαραγωγή, απέχει πλέον μακράν από το μέσο όρο της προηγούμενης από την δεκαετία αυτή, εικοσαετία (1993-2013), που σε μέσο όρο ανερχόταν στα 3.588.000 hl, αφού επιπλέον εκτός των ακραίων κλιματικών φαινομένων, επιδρά έντονα στο ύψος της, η μείωση των εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας. Στα επιμέρους χαρακτηριστικά της οινοπαραγωγής 2023/2024, παρατηρούνται ανά κατηγορία οίνου πτωτικές μεταβολές ως προς τον όγκο σε όλες τις κατηγορίες πλην των ποικιλιακών οίνων, σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2022/2023, σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί:
Η μείωση οφείλεται κυρίως στην μικρότερη παραγωγής σε μεγάλες αμπελουργικές περιοχές, με το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης σε απόλυτα και σχετικά μεγέθη, να αφορά οίνους χωρίς Γεωγραφική Ένδειξη. Επί του συνόλου της οινοπαραγωγής το μερίδιο των οίνων με ΠΟΠ ανέρχεται σε 9,97% (137.504 hl), των οίνων με ΠΓΕ σε 27,03% (372.859 hl), των ποικιλιακών οίνων σε 17,48% (241.112 hl), των οίνων χωρίς ΓΕ σε 45,33% (625.288 hl) και των άλλων οίνων σε 0%, ποσοστά που υποδηλώνουν την κατά το ήμισυ παραγωγή οίνων για μαζική κατανάλωση, έναντι της παραγωγής οίνων με Γεωγραφική Ένδειξη. Το γεγονός αυτό αποτελεί στοιχείο για προβληματισμό, αφού στις αντίστοιχες οινοπαραγωγές χώρες της ΕΕ, οι οίνοι με ΓΕ αντιπροσωπεύουν ποσοστά πολλές φορές άνω του 80%. Ένα άλλο στοιχείο που προκύπτει από την επεξεργασία των δεδομένων από την ΚΕΟΣΟΕ είναι η ποσοστιαία σύνθεση των οίνων σύμφωνα με την παραγωγή λευκών και ερυθρών και ερυθρωπών οίνων. Στο σύνολο της οινοπαραγωγής οι λευκοί οίνοι αντιπροσωπεύουν το 59,66% (822.970 hl), ενώ οι ερυθροί και οι ερυθρωποί το 40,34% (344.319 hl).