Μικρό το μερίδιο των ελληνικών κρασιών στη βελγική αγορά
Μικρότερο του 1% είναι το υφιστάμενο μερίδιο αγοράς των ελληνικών κρασιών στο Βέλγιο, σύμφωνα με πρόσφατη (Δεκέμβριος 2015) μελέτη του Γραφείου Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Βέλγιο, με την παρουσία τους να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα ελληνικά εστιατόρια. Τα θετικά νέα είναι ότι παρατηρείται μία συνεχής αύξηση των εξαγωγών ελληνικών κρασιών προς το Βέλγιο, καθώς και μία συνεχής βελτίωση της ποιότητας αυτών, ενώ φαίνεται ότι σταδιακά έχει αρχίσει να ατονεί η εσφαλμένη εικόνα που υπήρχε παλιότερα για το ελληνικό κρασί στους βέλγους καταναλωτές. Όπως αναφέρεται στη μελέτη, το Βέλγιο αποτελεί σαφώς μία αγορά με προοπτικές, καθώς είναι στη δωδέκατη θέση στην παγκόσμια κατανάλωση κρασιού και αποτελεί τον έβδομο μεγαλύτερο εισαγωγέα, αφού η εγχώρια παραγωγή του είναι ελάχιστη.
Η πολυπολιτισμικότητα και πολυεθνικότητα στη σύνθεση του πληθυσμού καθιστά το Βέλγιο ιδανική αγορά για δοκιμή δυνατοτήτων και προοπτικών προϊόντων στην διεθνή αγορά. Οι Βέλγοι είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί και ποιοτικοί καταναλωτές, με σαφή προτίμηση στο ποιοτικό κρασί, σε βάρος του φτηνού επιτραπέζιου. Αφθονία επιλογών κρασιού χαρακτηρίζει τη βελγική αγορά, στην οποία κυριαρχούν τα γαλλικά κρασιά.
Το Βέλγιο είναι 12η χώρα παγκοσμίως σε κατανάλωση κρασιού με 270 εκατομμύρια λίτρα το 2014, ενώ αποτελεί και τον 7ο μεγαλύτερο εισαγωγέα, με μερίδιο 3,84% των παγκοσμίων εισαγωγών κρασιού. Κάθε χρόνο πωλούνται περισσότερα από 300 εκατ. λίτρα κρασιού, ενώ ο μέσος βέλγος καταναλωτής δαπανά σχεδόν €300/ έτος σε αγορά κρασιού. Το Βέλγιο διαθέτει ελάχιστη εγχώρια παραγωγή κρασιού, η οποία δεν ξεπέρασε τα 280.000 λίτρα το 2014. Ωστόσο, η κατανάλωση αυξάνεται διαρκώς.
Μεγάλες ποσότητες κρασιού εισάγει το Βέλγιο
Η ποσότητα κρασιού που εισάγεται ετησίως ξεπερνά τα 3,16 εκατ. hl (εκατόλιτρα), ποσότητα που αντιστοιχεί σε περίπου 430 εκατ. φιάλες, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2014. Οι βασικότερες χώρες-εξαγωγείς κρασιών στη βελγική αγορά είναι η Γαλλία με ποσοστό 57,13%, η Ισπανία (10,86%), η Ιταλία (8,12%) και η Πορτογαλία (4,62%), ενώ με μικρότερα ποσοστά ακολουθούν άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Χιλή κ.ά.
Το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών κρασιών στις συνολικές βελγικές εισαγωγές (σε αξίες) το 2014 ανήλθε σε μόλις 0,26%. Οι ελληνικές εξαγωγές κρασιών εμφανίζονται το 2014 αυξημένες κατά 22,23% έναντι του 2013, ανερχόμενες σε € 2,64 εκατομμύρια. Οι κύριες κατηγορίες των ελληνικών εξαγόμενων κρασιών αποτέλεσαν τα κρασιά ΠΓΕ και τα κρασιά ΠΟΠ.
Τα γαλλικά κρασιά κυριαρχούν στο Βέλγιο, κυρίως σε ότι αφορά τα κόκκινα κρασιά. Διαχρονικά ωστόσο σημειώνεται μία τάση σταδιακής μείωσης εισαγωγών και απώλειας μεριδίου αγοράς από τη Γαλλία προς όφελος κυρίως ισπανικών και ιταλικών κρασιών, καθώς και κρασιών από τον «Νέο Κόσμο».
Αύξηση των ελληνικών κρασιών, μικρές ωστόσο παραμένουν οι ποσότητες
Από πλευράς ελληνικών εξαγωγών παρατηρείται μία συνεχής αύξηση των εξαγωγών ελληνικών κρασιών προς το Βέλγιο, ωστόσο οι ποσότητες και οι αξίες τους παραμένουν μικρές. Επίσης, παρατηρείται συνεχής βελτίωση ποιότητας των εισαγόμενων στο Βέλγιο ελληνικών κρασιών, ωστόσο τα ελληνικά κρασιά πάσχουν από ανεπαρκή εικόνα που έχουν στους Βέλγους καταναλωτές. Η παρουσία των ελληνικών κρασιών περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ελληνικά εστιατόρια – μία μικρή μερίδα τους ωστόσο τοποθετείται στα ράφια μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου.
Οι Βέλγοι λάτρεις και γνώστες του οίνου προτιμούν τα ελληνικά κρασιά που έχουν παραχθεί από γηγενείς ποικιλίες, με ελκυστικές συσκευασίες και προ πάντων σε ελκυστική τιμή. Οι βέλγοι έμποροι και καταναλωτές έχουν γενικά θετικές εντυπώσεις ως προς την ποιότητα και την αυθεντικότητα των γηγενών ποικιλιών, ωστόσο διατυπώνουν αρνητικές εντυπώσεις ως προς την διαφήμιση, την πληροφόρηση που παρέχεται στις ετικέτες, την σταθερότητα της ποιότητας και το επίπεδο τιμών. Το βασικό πρόβλημα των ελληνικών κρασιών στην αγορά του Βελγίου είναι ότι τοποθετούνται στην κατηγορία των σχετικά ακριβών κρασιών (άνω των 10 ευρώ), με αποτέλεσμα να ανταγωνίζονται κρασιά περισσότερο γνωστών προελεύσεων, και συνεπώς περισσότερο ελκυστικών στον μέσο Βέλγο καταναλωτή.