Το κρασί ως εναλλακτική μορφή επένδυσης
Tου Σπύρου Ρεπούση
Οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας»
Με την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, οι επενδυτές άρχισαν να αναζητούν νέες ή εναλλακτικές μορφές επένδυσης προκειμένου να έχουν μια καλή και ικανοποιητική σχέση κινδύνου και απόδοσης. Η εφημερίδα «Wall Street Journal» στις 3/10/2008 ανέφερε κάτι που είναι γνωστό, ότι σε περιόδους κρίσης οι επενδυτές τείνουν σε φυσικά, απτά, προϊόντα που δεν εξαφανίζονται. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την προώθηση και ανάπτυξη μιας λιγότερο γνωστής αγοράς, της αγοράς του κρασιού και της επένδυσης σε μπουκάλες κρασιού. Το 2010, η εφημερίδα «Financial Times» ασχολήθηκε με τις καλύτερες αποδόσεις επενδύσεων της προηγούμενης δεκαετίας, από όπου μεταξύ άλλων προέκυψε ότι ένα Chateau Lafite του 1982 είχε την πρώτη θέση, με συνολική απόδοση 857%.
Το κρασί άρχισε λοιπόν να θεωρείται όχι μόνο ως ένα καταναλωτικό προϊόν, αλλά ως μια ενδιαφέρουσα επενδυτική ευκαιρία. Ξεκίνησαν λοιπόν να πραγματοποιούνται αγοραπωλησίες και δημοπρασίες κρασιών με σταθερά αυξανόμενο ρυθμό στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στην Ασία. Όπως ανέφερε το περιοδικό «Wine Spectator», ο κύκλος εργασιών δημοπρασιών κρασιών παγκοσμίως αυξήθηκε από 90 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2003, σε 478 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ το 2011 στους κύριους οίκους δημοπρασιών. Η επένδυση σε μπουκάλες κρασιού έγινε επίσης δυνατή μέσα από ειδικά fund κρασιού όπως Elite Advisers’ Nobles Crus, ενώ δημιουργήθηκαν και ειδικοί δείκτες κρασιού, ανάλογοι των χρηματιστηριακών δεικτών, όπως ο Liv-ex στο Ηνωμένο Βασίλειο και ο Idealwine στη Γαλλία.
Όπως η χρηματιστηριακή αγορά διακρίνεται σε πρωτογενής και δευτερογενής αγορά, ανάλογα κατηγοριοποιείται και η αγορά κρασιού. Το κρασί στην πρωτογενή αγορά αφορά αυτό που πωλείται σε καταναλωτή για πρώτη φορά μέσω κλασικών καναλιών διανομής, χονδρεμπόρων και super markets. Όταν όμως πρόκειται για πολύτιμο και επενδυτικής βαθμίδας κρασί, τότε επιλέγονται δύο διαφορετικοί τρόποι: en primeur (γνωστά ως wine futures) και σύστημα κατανομής. Τα en primeur είναι μέθοδος προαγοράς κρασιού που είναι ακόμα σε βαρέλι και θα παραδοθεί έπειτα από 12-18 μήνες από την εμφιάλωση. Με τον τρόπο αυτό οι επενδυτές αποκτούν προκαταβολικά, με έκπτωση, σημαντικά ή πολύτιμα κρασιά. Με το σύστημα κατανομής επιτυγχάνεται επίσης μια μακροχρόνια επιχειρηματική σχέση που χαρακτηρίζεται από win-win μεταξύ παραγωγού και πελάτη. Από τη μια πλευρά ο πελάτης συμφωνεί να αγοράσει μια ποσότητα κρασιού ετησίως και εάν αποφασίσει να μην το κάνει τότε το μερίδιο κατανομής του μπορεί να δοθεί σε άλλο ενδιαφερόμενο αγοραστή/επενδυτή από τη λίστα αναμονής. Ο αγοραστής/επενδυτής επωφελείται για την αφοσίωσή του, με την αγορά κρασιού σε προνομιακές τιμές αλλά και με άλλα ποιοτικά και μη οικονομικά οφέλη. Από την άλλη πλευρά ο παραγωγός μπορεί να προβλέψει και να προγραμματίσει καλύτερα την παραγωγική και οικονομική δραστηριότητά του.
Η δευτερογενής αγορά αφορά την εμπορία κρασιού σε παραδοσιακούς οίκους δημοπρασιών (Sotheby’s, Christies, The Chicago Wine Company, Acker Merral & Condit), σε διαδικτυακούς οίκους δημοπρασιών (winebid, ebay), αλλά και σε μεγάλους εμπόρους (Farrvintners, Arvi). Κρασιά που αξιολογούνται σε επενδυτική βαθμίδα, είναι αυτά για τα οποία υπάρχει ενεργή δευτερογενή αγορά. Είναι όσα μπορούν να αγοραστούν αλλά και να πωληθούν, με διαφορά στις τιμές αγοράς και πώλησης που δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλες αποκλίσεις. Τα κρασιά που ενεργά διαπραγματεύονται σε δημοπρασίες και αξιολογούνται σε επενδυτική βαθμίδα είναι όσα τηρούν πέντε κριτήρια: ηλικιακή ωρίμανση, σπανιότητα και παλαιότητα, φήμη και ιστορία της εταιρείας, ποιότητα, brand/τάσεις αγοράς. Στη σπανιότητα μπορούν να συγκαταλέγονται τόσο παλαιά όσο και νέα κρασιά με περιορισμένο αριθμό κυκλοφορίας, όπως για παράδειγμα τα σχεδόν 5.000 μπουκάλια Romanee – Conti ετησίως αλλά και τα σχεδόν 300.000 μπουκάλια Mouton Rothschild ετησίως.
Η φήμη, περιοχή και η ιστορία της εταιρείας παραγωγής έχει μεγάλη σημασία, όπως για παράδειγμα τα γαλλικά κρασιά από Bordeaux και Burgundy, αλλά και τα ιταλικά από Piedmont που έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι κρασιών από Αυστραλία, Χιλή ή ΗΠΑ. Για παράδειγμα το Bordeaux έχει τεράστια παγκοσμίως κληρονομιά γιατί χρονολογείται επίσημα από το 1855 και αποτελεί προϊόν διαπραγμάτευσης. Στην ελληνική αγορά υπάρχουν ανάλογα πολύτιμα και σπάνια κρασιά, από ιστορικά οινοποιεία. Για παράδειγμα πόσα χιλιάδες ευρώ θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ένας οινόφιλος ή ένας επενδυτής για να αποκτήσει στη συλλογή του ή για να καταναλώσει μια μπουκάλα σπάνιο κρασί εσοδείας 1873 από το αυτοκρατορικό κελάρι της πατρινής οινοποιίας Achaia Clauss που ιδρύθηκε το 1861; Τα όρια μεταξύ ενός οινόφιλου και ενός επενδυτή είναι δυσδιάκριτα, αλλά πάντα μπορεί και συνηθίζεται να αγοράζει τουλάχιστον δύο μπουκάλες κρασί επιλογής του, ένα για να το καταναλώσει και ένα για επένδυση. Η ανάπτυξη της αγοράς του κρασιού συνδέεται πλέον και από τις υψηλές αποδόσεις, τον χαμηλό κίνδυνο και τα οφέλη διαφοροποίησης χαρτοφυλακίου. Άλλωστε, τα επενδυτικά κεφάλαια που εδρεύουν στο Λονδίνο αντιμετωπίζουν το κρασί από την επενδυτική του πλευρά, ως μια εναλλακτική μορφή επένδυσης, αναζητώντας υψηλές αποδόσεις, ρευστότητα, χαμηλό κίνδυνο και χαμηλή συσχέτιση στο χαρτοφυλάκιο. Συγκεντρωτικά και επεξεργασμένα στοιχεία επιστημονικής έρευνας των Masset and Weisskopf (2013), δημοσιευμένης σε συλλογικό τόμο, έδειξε ότι η απόδοση της επένδυσης σε κρασί απέφερε 6%-10% ετησίως για τα έτη 1996-2009, που ήταν υψηλότερη σε σχέση με την απόδοση επένδυσης σε μετοχές. Επίσης ο χαμηλός βαθμός συσχέτισης του κρασιού στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο δημιουργεί οφέλη διαφοροποίησης κινδύνου. Στο μέλλον θα αυξηθούν οι οινόφιλοι και οι επενδυτές κρασιού.