Υπηρετώντας την αγιορείτικη άμπελο
ΤΑΣΟΥΛΑ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ
Ενα κρασί δεν είναι μόνο τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του: καλό φρούτο, στρογγυλό στόμα, μαλακές τανίνες, ένταση και βάθος στη μύτη, μακρά επίγευση κι όλα όσα καταγράφουν οι ειδικοί στις «τυφλές» δοκιμές και αξιολογήσεις τους. Oύτε αφορά μόνο τις αισθήσεις – την όραση, τη γεύση και την όσφρηση. Ενα κρασί πρέπει να αποτελεί και πνευματική πρόκληση. Να σε «πηγαίνει» σε μέρη που δεν έχεις ποτέ επισκεφθεί, να σε εκπλήσσει, να σου δίνει τροφή για σκέψη. Να σου αφηγείται μια ιστορία. Είτε για το αμπελοτόπι μέσα στο οποίο γεννήθηκε, είτε για τον οινοποιό που το έφτιαξε και κατέβαλε προσπάθεια γι’ αυτό. Ιδανικά, και για τα δύο. Γιατί «το κρασί είναι ένα παράθυρο μέσα από το οποίο μπορείς να ανακαλύψεις ολόκληρες κουλτούρες, πολιτισμούς, ανθρώπους, τρόπους και τόπους», όπως εύστοχα γράφει ο Master of Wine Κωνσταντίνος Λαζαράκης στον πρόλογο του λευκώματος «Αθως και Οίνος» που μόλις κυκλοφόρησε. Εκπληξη πρώτη και ευχάριστη: επιτέλους, ένα βιβλίο για το Αγιον Ορος και τα κρασιά του. Εκπληξη δεύτερη και ακόμα πιο ευχάριστη: ένα βιβλίο γραμμένο από μια γυναίκα, τη δημοσιογράφο Ελένη Κεφαλοπούλου.
Παράδοξο; Μπορεί και όχι. Αλλωστε, η επαφή της ίδιας με τους μοναχούς πάει αρκετές δεκαετίες πίσω. «Ως παιδί, περνούσα τα καλοκαίρια μου στο σπίτι των παππούδων μου, στα Σανά, ένα μικρό ορεινό χωριό της Χαλκιδικής. Κάθε χρόνο φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας δυο-τρεις καλόγερους, που έρχονταν με το μουλάρι τους από το Αγιον Ορος, συνήθως από τη Σκήτη της Αγίας Αννας. Τους ήξερα ως “παππούληδες”, έτσι τους έλεγε η γιαγιά μου. Τους έβλεπα μόνο στο πρωινό και μετά στο δείπνο, πάντα ήρεμους, καλοσυνάτους και λιτοδίατους», λέει η ίδια. Από τότε κύλησε πολύ νερό στον μύλο της ιστορίας –ή μήπως κρασί;–, η πιτσιρίκα της ιστορίας μεγάλωσε, οι επισκέψεις της στο χωριό λιγόστεψαν, οι παππούδες της έφυγαν από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και πριν από λίγα χρόνια, στα χέρια της Ελένης Κεφαλοπούλου έπεσε το βιβλίο «Οι αμπελώνες του Αθω», το οποίο εξέδωσε το Κάθισμα του Αγίου Ευσταθίου του Μυλοποτάμου, με αποσπάσματα από το έργο του Ευλόγιου Κουρίλα του Λαυριώτη. Ηταν γεμάτο πληροφορίες για την οινική παράδοση του Αγίου Ορους. Την άγγιξε. Και την έκανε να αποφασίσει να ψάξει ενδελεχώς το θέμα. Αρχίζοντας την έρευνα συγκέντρωσε σιγά σιγά το υλικό μιας ιστορίας που ξεπερνά τα χίλια χρόνια.
Βέβαια, το άβατο που ισχύει στον Αθω για τις γυναίκες έκανε το εγχείρημα ακόμη πιο δύσκολο και πολύπλοκο. Ομως, ο σύζυγος της Ελένης, Αρης Φωτιάδης, σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος, έγινε συνοδοιπόρος της και σ’ αυτό το ταξίδι. Επί τέσσερα χρόνια επισκεπτόταν το Αγιον Ορος και επέστρεφε με φωτογραφίες –αυτές που υπάρχουν στο λεύκωμα– και ιστορίες. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο ίσως ακούγεται. «Το πρόβλημα δεν ήταν η σιωπή ή η δυστροπία των μοναχών, αλλά η συνεχής ενασχόλησή τους με τα καθήκοντά τους», εξηγεί η Ελένη Κεφαλοπούλου. «Αν δεν βρίσκονταν στην εκκλησία θα δούλευαν στα χωράφια, στα αμπέλια, στους κήπους, στα μαγειρεία ή όπου αλλού ήταν το διακόνημά τους, δηλαδή η εργασία που τους είχε ανατεθεί από τον ηγούμενο της μονής. Πώς να βρεθεί χρόνος για κουβέντα και αφηγήσεις;».
Κι όμως, το υλικό μαζεύτηκε ευλαβικά, με υπομονή και επιμονή. Στο «Αθως και Οίνος» μαθαίνουμε πολλά και βλέπουμε ακόμα περισσότερα. Από τις οθωμανικές σφραγίδες ελέγχου στο ρακοκάζανο της Σιμωνόπετρας και τα αμπέλια της Μονής Σταυρονικήτα μέχρι το κελάρι Δοντά της Σιμωνόπετρας και το κρασαριό του Αγίου Νικολάου του Τροχαλά. Ιστορίες και εικόνες, ψηφίδες που συνθέτουν τη συναρπαστική ιστορία του Αγίου Ορους, των ανθρώπων και των κρασιών του:
• Το φυσικό περιβάλλον στον Αθω μένει σχεδόν αμετάβλητο από τον 9ο αιώνα. Λόγω της απομόνωσής του έχει διατηρηθεί ανέπαφη η χλωρίδα του και έχουν καταγραφεί φυτά που ενδημούν μόνο εκεί. Μέχρι το 1963 που κατασκευάστηκε ο πρώτος δρόμος για αυτοκίνητα, από τη Δάφνη στις Καρυές, η συγκοινωνία γινόταν με μουλάρια. Σ’ αυτόν τον τόπο το αμπέλι ήταν η σημαντικότερη καλλιέργεια.
• Το Λημνιό ήταν κάποτε η κυρίαρχη ποικιλία. Τη δεκαετία του ’70, η «μόδα» για τις διεθνείς ποικιλίες έφτασε και στο Αγιον Ορος που γέμισε Cabernet Sauvignon, Syrah και Merlot. Αντιστοίχως, η τάση των τελευταίων ετών για ανάδειξη των γηγενών ποικιλιών έφερε ξανά στα αμπέλια το Λημνιό, αλλά και το Ασύρτικο, το Ξινόμαυρο, τον Ροδίτη, το Μαυρούδι, το Μοσχάτο.
• Τα μοναστηριακά Τυπικά ορίζουν τη δίαιτα και τη νηστεία των μοναχών: λάδι και κρασί απαγορεύονται Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Ψέγουν μάλιστα την κατάχρηση οίνου και κυρίως τη λαθροποσία, που θεωρείται μεγάλο αμάρτημα. Παλαιότερα, η ποσότητα οίνου για κάθε μοναχό οριζόταν με το κρασοβόλιον, δηλαδή την ατομική μικρή κανάτα από πηλό, χαλκό ή ψευδάργυρο (περίπου 150 δράμια). Πριν από τριάντα χρόνια υπήρχε ακόμα στις τράπεζες των μοναστηριών. Αργότερα αντικαταστάθηκε με τα κοινά γυάλινα ποτήρια ή με ανοξείδωτα μεταλλικά.
• Κάθε μονή φτιάχνει το δικό της Νάμα ή Ανάμα, δηλαδή το κρασί της θείας μετάληψης. Αυτό παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο. Ο μούστος βράζει αργά, επί 48 ώρες, για να συμπυκνωθεί. Σε κάθε 600 κιλά μούστου ρίχνουν έναν κουβά συμπυκνωμένου μούστου, ώστε να ξαναρχίσει η ζύμωση. Αυτό απαιτεί πολλή προσοχή, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να ξινίσει ο μούστος.
• Η θεραπευτική χρήση του κρασιού ήταν πολύ διαδεδομένη στις μονές. Τέτοιες πληροφορίες υπάρχουν πολλές σε χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα: της Μεγίστης Λαύρας, του Βατοπεδίου, των Ιβήρων κ.ά. Το χρησιμοποιούσαν ως αντισηπτικό, αιμοστατικό, αντιβηχικό, για επιθέματα οφθαλμών και δοντιών. Αργότερα, τη θέση του πήρε το ρακί. Πολύτιμο τους ήταν ακόμα και για την παρασκευή μελανιού. Kαι σε χειρόγραφο της Μονής Ξενοφώντος αναφέρεται ότι ο ραντισμός παραθύρων με κύμινο και κρασί απομακρύνει τα κουνούπια…
• Κάποτε ένας προσκυνητής ρώτησε έναν Αγιορείτη γέροντα ποιο είναι το μυστικό του υπέροχου κρασιού που ήπιε. «Βάζω λίγους χαιρετισμούς της Παναγίας και μια μικρή αγρυπνία», του απάντησε εκείνος. «Επί αιώνες, πάνω σ’ αυτή την πανέμορφη χερσόνησο, την κιβωτό πίστης, παράδοσης, τεχνών, βιοποικιλότητας», λέει η Ελένη Κεφαλοπούλου «οι άνθρωποι μεγαλούργησαν χάρη στη βοήθεια του Κυρίου και υπηρέτησαν την άμπελο που τους αντέμειψε γι’ αυτό»…