Η ιστορία του ελληνικού κρασιού
Περιουσιακό στοιχείο της χώρας οι ποικιλίες αμπελιού
Στο 7000-6500 π.Χ. χρονολογούνται τα πρώτα δεδομένα για τη χρήση σταφυλιών με σκοπό την παραγωγή κρασιού στην Ελλάδα. Προέρχονται από τη Μακεδονία, από τη γη των αρχαίων Φιλίππων, ενώ πολλές από τις ποικιλίες που χρησιμοποιούμε σήμερα είναι πιθανόν να προέρχονται και από αυτές που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Όμηρος έκανε σαφέστατες αναφορές στο κρασί της Λήμνου, που βγαίνει από την ποικιλία Λημνιό.
Από τότε η ιστορία του κρασιού πέρασε από πολλά στάδια και γνώρισε δύσκολες στιγμές κατά την Τουρκοκρατία. Η καλλιέργεια του αμπελιού σχεδόν είχε σταματήσει, επειδή είχε φόρο. Ο κόσμος δεν ήθελε να καλλιεργεί, προκειμένου να αποφεύγει να πληρώνει φόρο, και οι ποικιλίες που σώθηκαν ήταν μόνο από τις κληματαριές μπροστά στα σπίτια που δεν φορολογούνταν και από το Άγιον Όρος, στο οποίο η καλλιέργεια του αμπελιού έγινε σεβαστή και διατηρήθηκε.
Σήμερα η τράπεζα διατήρησης γενετικού υλικού του ΕΛΓΟ, Δήμητρα, αριθμεί πάνω από 300 εγγεγραμμένες ποικιλίες αμπελιού, που αποτελούν ένα περιουσιακό στοιχείο της χώρας, μια δυναμική για παραγωγή κρασιού με εξαγωγική δραστηριότητα.
«Όταν το αμπέλι και το κρασί έχουν ταυτότητα, την οποία προσδίδει μια πιστοποιημένη αυτόχθονη ποικιλία ενός υλικού που ευδοκιμεί σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, το κλίμα δίνει ιδιαίτερη αξία στο κρασί που θα πάρει ο καταναλωτής. Το πλήθος των ποικιλιών ανοίγει τεράστιες δυνατότητες για την καλλιέργεια διαφορετικών ποικιλιών σε διαφορετικά περιβάλλοντα και για την απόδοση ιδιαίτερου κάθε φορά χαρακτήρα στο τελικό προϊόν, το κρασί» δήλωσε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η υπεύθυνη της Τράπεζας Διατήρησης Γενετικού Υλικού, ερευνήτρια Φωτεινή Μυλωνά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μια Μαλαγουζιά που καλλιεργήθηκε και ωρίμασε σε συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας έχει άρωμα από κίτρο, λεμόνι και κουμ κουάτ, ενώ, όταν καλλιεργηθεί σε έναν άλλον τόπο της χώρας, το κρασί που θα δημιουργεί θυμίζει γιασεμί ή και τριαντάφυλλο. Βύσσινο, κεράσι και δαμάσκηνο συνθέτουν το χαρακτήρα του Αγιωργίτικου, που όταν ωριμάσει φέρνει μια γεύση από ώριμα δαμάσκηνα. Αρώματα, ποικιλίες και γεωγραφικός τόπος όπου ευδοκιμεί κάθε ποικιλία αμπελιού συνδέονται στενά σε μια ενότητα αυτόχθονων ελληνικών ποικιλιών.
Τις προσωπικές προσπάθειές τους για τη διάσωση της ποικιλίας της Μαλαγουζιάς, σε συνεργασία με τον καθηγητή Βασίλη Λογθέτη, τη δεκαετία του ’70, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο οινοποιός Βαγγέλης Γεροβασιλείου. «Σήμερα, πια, η Μαλαγουζιά καλλιεργείται σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Είναι αρωματική και οι εξαγωγές της από την Ελλάδα είναι κυρίαρχες» τόνισε.
Με αφορμή την πραγματοποίηση συνάντησης εργασίας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας για το μακεδονικό κρασί και τα αποστάγματα από οινοποιήσιμα σταφύλια ελληνικής βιοποικιλότητας και ταυτότητας, η κ. Μυλωνά σημείωσε ότι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε την ταυτότητα αυτών των ποικιλιών, ώστε να ενισχυθεί η καλλιέργειά τους. Εκτίμησε ότι γίνονται έντονες προσπάθειες από την πλευρά των οινοπαραγωγών και επισήμανε ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί ακόμη περισσότερο ο φυτογενετικός πλούτος μας, ώστε να προσφέρει στο έπακρο το δυναμικό αξιοποίησης που διαθέτει.
Άλλωστε, υπογράμμισε ότι το ζητούμενο σήμερα είναι η ενίσχυση της διαδικασίας πιστοποίησης των ελληνικών ποικιλιών, η προώθηση της έρευνας και της γνώσης για τον πώς αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και η σύνδεση της διατήρησης των ποικιλιών με την αξιοποίησή τους στην καλλιέργεια σε ευρεία, μάλιστα, κλίμακα και σε μεγάλες εκτάσεις.
«Είναι επιτακτική η ανάγκη, οι αναδιαρθρώσεις στις αμπελοκαλλιέργειες οινοποιήσιμων σταφυλιών να γίνονται με προβεβλημένες και καταξιωμένες ελληνικές ποικιλίες» ανέφερε, στη χθεσινή σύσκεψη, ο πρόεδρος της Αγροδιατροφικής Σύμπραξης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Κιλτίδης. «Η μακεδονική οινοποιία όχι μόνο αποδέχεται αλλά και επιζητεί αγωνιωδώς τη στήριξη αυτής της προσπάθειας. Μετά την καθοριστική συμβολή του Ξινόμαυρου, του εμπλουτισμού από το μακεδονικό Ασύρτικο και της Μαλαγουζιάς, πλειάδα άλλων ποικιλιών αναμένουν τη χρηστική συμβολή τους στη Μακεδονική Οινοποιία. Ταυτοποίηση-πιστοποίηση, ποιοτικά χαρακτηριστικά και κρίσιμη παραγόμενη μάζα θα προκρίνουν την ιεράρχηση των ελληνικών ποικιλιών στη Μακεδονία και Βόρεια Ελλάδα γενικότερα» σημείωσε.
Από την πλευρά του, ο αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας, Φάνης Παπάς, σχολίασε ότι σκοπός της όλης προσπάθειας είναι να δοθεί η αξία και να εισπραχθεί η υπεραξία της ανεπανάληπτης ελληνικής βιοποικιλότητας και ιδιαίτερα της μεγάλης μακεδονικής παράδοσης στην αμπελοκαλλιέργεια και οινοποιία, που η ζήτησή της αυξάνεται στο καταναλωτικό κοινό, διεθνώς.