ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ελληνικό κρασί, έξω πάμε καλά

Share

Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι στο μυαλό του Joe Harpaz, οικονομικού αναλυτή του αμερικανικού περιοδικού Forbes όταν θα διαβάζει τα τελευταία νέα από την Ελλάδα σε σχέση με τον ειδικό φόρο στο κρασί που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση και θα ισχύσει από την αρχή του νέου έτους. Ηταν πριν από λίγο καιρό όταν ο Harpaz έγραφε σε άρθρο του για την Ελλάδα ότι «μια από τις χειρότερες οικονομικές περιόδους συμπίπτει με μια από τις πιο ακμαίες για τα ελληνικά κρασιά». Στο ίδιο κείμενο ο Νεοϋορκέζος sommelier Alexander LaPratt, συνεισέφερε με τις γνώσεις του για το ελληνικό κρασί εξηγώντας στους αναγνώστες του Forbes ότι «οι Ελληνες οινοποιοί παράγουν πολλά εξαιρετικά κρασιά από ντόπια σταφύλια, τα οποία είναι πολύ φθηνά για την ποιότητα που προσφέρουν».

Το σύγχρονο πρόσωπο του ελληνικού οίνου, αυτό που σήμερα εξυμνείται από τα μεγαλύτερα έντυπα του εξωτερικού και από opinion leaders του χώρου, χτίστηκε με τεράστια προσπάθεια και μεγάλη επιμονή από παθιασμένους οινοποιούς, που εκεί γύρω στις αρχές του ’80 οραματίστηκαν το θαύμα του ελληνικού κρασιού. Ενθουσιώδεις επαγγελματίες, αρκετοί από αυτούς και οινολόγοι, ξεκίνησαν με μεράκι, αφοσίωση και απίστευτο πείσμα -πολλοί απ’ αυτούς έφαγαν τα μούτρα τους ξανά και ξανά- την καλλιέργεια, πότε συνεχίζοντας ή αναβιώνοντας ιστορικούς ελληνικούς αμπελώνες και πότε δημιουργώντας νέους. Οινοποίησαν με εξωστρέφεια, με το βλέμμα τους στραμμένο στο μέλλον, και με πίστη ότι αυτός ο τόπος μπορεί να βγάλει μικρά διαμάντια. Ετσι μπήκαν τα θεμέλια για την αναγέννηση του ελληνικού κρασιού, έτσι εκπαιδεύτηκε ένα κοινό, και, κυρίως, προστέθηκε μια «χρυσή» ψηφίδα στην σύγχρονη ελληνική οινική ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια της κρίσης, όταν το «brand name Ελλάδα», βάλλεται από παντού, το ελληνικό κρασί είναι ένας εξαιρετικός πρεσβευτής της χώρας που συγκεντρώνει διαρκώς εγκωμιαστικά σχόλια.

Ισχυρό σήμα

«Είναι εξαιρετικά ευαίσθητη η περίοδος που ζούμε για το ελληνικό κρασί», μας λέει η οινολόγος Μαρία Τζίτζη. «Η προσπάθεια που ξεκίνησε εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, από ανθρώπους όπως ο Σκούρας, ο Χατζημιχάλης, ο Γεροβασιλείου, και τόσοι άλλοι, τα τελευταία δέκα, αποδίδει καρπούς. Το σήμα που εκπέμπει το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό είναι πλέον πολύ ισχυρό. Δεν υπάρχει μεγάλο εστιατόριο στον κόσμο που να μην έχει στις λίστες του μια Σαντορίνη που είναι η πιο διάσημη, αλλά και μια Νάουσα ή μια Νεμέα. Για τους ξένους, Ελλάδα πλέον δεν είναι μόνο η ρετσίνα – που κι εκεί έχει γίνει σοβαρή δουλειά».

Πράγματι, εκτός από τα αμέτρητα βραβεία που έχουν κερδίσει ελληνικά κρασιά σε διεθνείς διαγωνισμούς, αν σταχυολογήσει κανείς δημοσιεύματα του ξένου Τύπου θα εκπλαγεί.  Ειδικά με την ανταπόκριση του Ασύρτικου, που έγινε ο «πολιορκητικός κριός» για τη διείσδυση και των υπόλοιπων ελληνικών κρασιών στις πιο απαιτητικές αγορές παγκοσμίως. Ο Eric Asimov των New York Times -φόβος και τρόμος των οινοπαραγωγών σε ολόκληρο τον κόσμο- είχε γράψει: «Δεν έχω τίποτα με το Pinot Grigio, αλλά γιατί κάποιος που ενδιαφέρεται για το τι τρώει και πίνει να συμβιβαστεί με αυτό; Δοκιμάστε Ασύρτικο. Η γεύση του είναι σαν το απόσταγμα εκατομμυρίων μικροσκοπικών κοχυλιών». Σκεφτείτε βέβαια πόση οργανωμένη δουλειά έχει γίνει από οινοπαραγωγούς που σαν μια γροθιά βγήκαν στο εξωτερικό, για να φτάσουμε να χαιρόμαστε με τέτοιες κριτικές για κρασιά και για ποικιλίες που μέχρι πρόσφατα ήταν άγνωστη λέξη.  Οπως έγινε και με το επί πολλές δεκαετίες παραγνωρισμένο Σαββατιανό. Για την ποικιλία του ιστορικού αττικού αμπελώνα, η Tara Thomas του έγκυρου περιοδικού Wine & Spirits έγραψε: «Είναι σαν να πίνεις το ελληνικό καλοκαίρι: φρουτώδες, στρογγυλό, ευκολόπιοτο, αρωματικό – με κίτρο και πράσινο μήλο να αναδίδονται από το ποτήρι. Ενα σταφύλι παγκόσμιας κλάσης», ένα «“υβρίδιο” Chablis και Viognier», συμπλήρωνε η Susan Kostrzewa του Wine Enthusiast.

Αγιωργίτικο, Ξινόμαυρο, Μοσχοφίλερο, Μοσχάτο, έχουν μπει στις αγορές του κόσμου, σε Καναδά, Αμερική, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, κατακτώντας μια θέση δίπλα σε «θηρία» του οινικού χώρου.

«Δυστυχώς αυτοί που αποφασίζουν να σαμποτάρουν την προσπάθεια των οινοπαραγωγών, ούτε κατανοούν, ούτε αγαπάνε το ελληνικό κρασί. Και μπορεί τα 15 και 20 λεπτά να ακούγονται λίγα αλλά πιστέψτε με δεν είναι», εξηγεί η Μαρία Τζίτζη. «Πρώτον γιατί υπάρχουν οινοπαραγωγοί που αγωνίζονται για 10 λεπτά κέρδος, δεύτερον γιατί στον καταναλωτή θα είναι πολύ μεγαλύτερο το ποσό, μπορεί να ξεπεράσει και το 1 ευρώ και τρίτον, ας έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν είναι και τα εξακόσια περίπου οινοποιεία που έχουμε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, εξαγωγικές μονάδες. Το λέω αυτό, γιατί διάβασα ότι το μέτρο δεν θα ισχύσει για τις εξαγωγές.

Ομως, όσοι κάνουν εξαγωγές σε ποσοστό 50% ή και παραπάνω, είναι λίγοι. Εκτός κι αν θεωρούμε εξαγωγική δραστηριότητα το να στείλεις χίλιες φιάλες στη Γερμανία. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε το χύμα κρασί.

Τι θα γίνει με αυτό; Το 60% του ελληνικού κρασιού που διακινείται, πωλείται χύμα. Με λίγα λόγια ένα προϊόν τόσο ευαίσθητο και τόσο σημαντικό για την οινογαστρονομική μας ταυτότητα, δεν το αντιμετωπίζεις με λογιστική λογική». Η καταξίωση, λοιπόν, κερδίζεται εκτός συνόρων, αλλά για πολλούς οινοποιούς σε ολόκληρη την Ελλάδα, η επιβίωση είναι υπόθεση… εσωτερική.

Brand name, αυτό το άγνωστο

Κάθε φορά που συζητάμε για τουρισμό, οινοτουρισμό, γαστρονομία, πολιτισμό, η λέξη brand name επανέρχεται με τον πιο βαρύγδουπο τόνο, αλλά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο τις περισσότερες φορές. Για να αξιολογήσεις σωστά, κάτι πρέπει να το γνωρίζεις σε βάθος. Πρέπει να παρακολουθείς την πορεία του, να εκτιμάς τους κόπους που έχουν γίνει, να αναγνωρίζεις τη δυναμική του. Η δυναμική του ελληνικού κρασιού είναι μεγάλη. Και δεν εξαντλείται μόνο σε αριθμούς εξαγωγών ή βραβεία διεθνών διαγωνισμών. Γύρω από την υπόθεση ελληνικό κρασί, έχει χτιστεί ένας ολόκληρος κόσμος που ξεκινάει από τις τοπικές κοινωνίες και φτάνει στα διασημότερα εστιατόρια του εξωτερικού, όπου διαπρέπουν Ελληνες οινοχόοι, όπως λ.χ. ο Ελβις Ζιάκος, που εδώ και τρία χρόνια περίπου βρίσκεται στην ομάδα του The Greenhouse με τα δύο αστέρια Μισελέν και τον Αρνό Μπινιόν στην κουζίνα. Στις περισσότερες από 3.000 ετικέτες κρασιών που βρίσκονται στο διάσημο κελάρι του βρετανικού εστιατορίου, προσπαθεί να βάλει όσο το δυνατόν περισσότερες ελληνικές. Ολοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι ίσως και να μην είχαν ασχοληθεί με το κρασί αν δεν υπήρχε τόσο μεγάλη πρόοδος στο εσωτερικό τα τελευταία χρόνια. Είναι τα λεγόμενα παράπλευρα οφέλη της άνθησης του ελληνικού κρασιού.

Θα επηρεαστεί το καθημερινό τραπέζι

Ο Βασίλης Κανελλακόπουλος, ψυχή του κτήματος Μερκούρη στο Κορακοχώρι Ηλείας, του πρώτου ίσως ελληνικού Chateau με εκατόν πενήντα χρόνια ιστορία, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα οινοποιών τρίτης και τέταρτης γενιάς. Εζησε την «επανάσταση» του Αβέρωφ και του Καρρά με τις ξένες ποικιλίες, την αναγέννηση των ελληνικών ποικιλιών στη συνέχεια, τη φούσκα του ελληνικού κρασιού τη δεκαετία του ’90, πέρασε απά σαράντα κύματα για να επιβιώσει αλλά και να εκσυγχρονίσει το οινοποιείο του, με «ευαγγέλιό» του τις λέξεις δουλειά και συνέπεια. Τώρα, βρίσκει άλλη μια πρόκληση μπροστά του. «Οχι», με διορθώνει.

«Δεν είναι πρόκληση. Η πρόκληση σου δίνει τη δυνατότητα να κάνεις ένα άλμα, να πας παραπέρα. Κάνοντας μια θυσία, καταβάλλοντας ένα τίμημα. Εδώ λοιπόν δεν πρέπει να μιλάμε για πρόκληση, αλλά για χαράτσι, χωρίς καμία σκέψη, και χωρίς καμία έγνοια για το ελληνικό κρασί και για όσα έχουν επιτευχθεί με κόπο τα τελευταία χρόνια. Αυτό που συμβαίνει είναι περίπου σαν να έχεις μια ελιά και να κόβεις το δένδρο από τη ρίζα. Οταν κυβερνάς όμως, δεν γίνεται να μη σκέφτεσαι τι θα συμβεί αύριο».

Ο Βασίλης Κανελλακόπουλος εξηγεί γιατί η εσωτερική κατανάλωση θα επιβαρυνθεί περισσότερο. «Τα νέα μέτρα θα επηρεάσουν τα φθηνότερα κρασιά επειδή η επιβάρυνση είναι ανά λίτρο. Αρα και τη μεγάλη μάζα των καταναλωτών. Γιατί το κρασί πέραν της πολιτιστικής του διάστασης, είναι ένα αγαθό που βρίσκεται στο καθημερινό τραπέζι του Ελληνα. Πολύ φοβάμαι ότι τα έσοδα που προσδοκούν οι κυβερνώντες είναι πάρα πολύ λίγα για τη ζημιά που θα γίνει».

Με τα τελευταία του λόγια συμφωνεί και ο οινοποιός Στέλιος Μπουτάρης. «Θα επηρεαστεί περισσότερο το φθηνό κρασί, άρα ο Ελληνας πελάτης. Το μεγάλο θέμα είναι πώς θα επιβληθεί Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, εφόσον τα περισσότερα οινοποιεία δεν διαθέτουν φορολογική αποθήκη, που είναι απαραίτητος όρος για την εφαρμογή του ΕΦΚ. Ζήτημα είναι αν από τα 600 οινοποιεία να διαθέτουν φορολογικές αποθήκες τα 100. Ολο αυτό, λοιπόν, έγινε μέσα σε 48 ώρες, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συζήτηση. Σ’ αυτό βέβαια φταίμε κι εμείς γιατί δεν είμαστε “πονηρεμένοι”, δεν έχουμε οργανωθεί με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να διαθέτουμε ένα λόμπι και κάθε μέρα να πιέζουμε το υπουργείο. Ελπίζω, όμως, ότι επειδή η εφαρμογή του μέτρου είναι πάρα πολύ δύσκολη και με πολύ μικρά αποτελέσματα, θα αλλάξουν γνώμη και δεν θα ισχύσει».

Ο Στέλιος Μπουτάρης, πάντως, δεν φοβάται για εσωστρέφεια του ελληνικού κρασιού, δίνοντας και έναν τόνο αισιοδοξίας. «Οχι, το αντίθετο. Πιστεύω ότι όλο αυτό θα οδηγήσει πολλά οινοποιεία να βγουν ακόμη πιο δυναμικά προς τα έξω. Αυτό βέβαια, προϋποθέτει οργάνωση, δομές και generic προώθηση».

Πηγή

To Top